ξενότροπος

ξενότροπος
η , ο [ος , ον ]
1) подражающий иностранцам; 2) странный, необычный, непривычный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ξενότροπος" в других словарях:

  • ξενότροπος — η, ο (Μ ξενότροπος, ον) παράξενος, αλλόκοτος νεοελλ. αυτός που συμπεριφέρεται ή γίνεται κατά τον τρόπο τών ξένων. επίρρ... ξενοτρόπως και ξενότροπα (Μ ξενοτρόπως) με παράξενο τρόπο νεοελλ. σύμφωνα με τις συνήθειες τών ξένων μσν. με θαυμαστό τρόπο …   Dictionary of Greek

  • ξενότροπος — η, ο αυτός που φέρεται ή γίνεται κατά τρόπο ξένο (όχι οικείο, γνωστό, δικό μας), παράξενος, ασυνήθιστος: Ξενότροπα ήθη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξενοτρόπως — ξενότροπος adverbial ξενότροπος masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξενότροπα — ξενότροπος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξένος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής: 1. Εμμανουήλ. Λόγιος και αγωνιστής του ‘21 από την Πάτμο. Ανήκε στη μεγάλη οικογένεια των Ξ., από την οποία προερχόταν και ο μεγαλέμπορος της Οδησσού Βασίλειος, στο πλευρό του… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»